- γαλλομανής
- ης, ες1) офранцузившийся; 2) щеголяющий французскими словечками, выражениями
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαλλομανής — ές (Α γαλλομανής, ές) νεοελλ. ο μανιώδης θαυμαστής τών Γάλλων αρχ. αυτός που κατέχεται από μανία σαν τους Γάλλους*, τους ιερείς τής Κυβέλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. γαλλομανής < γάλλος (II) + μανής < μαίνομαι, ενώ το νεοελλ. γαλλομανής < Γάλλος … Dictionary of Greek
γαλλομανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που τρέφει έντονο θαυμασμό για τους Γάλλους ή μιμείται υπερβολικά τους γαλλικούς τρόπους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαλλομανεῖς — γαλλομανής frenzied like a masc/fem acc pl γαλλομανής frenzied like a masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek